απροβίβαστος

απροβίβαστος
-η, -ο (Μ ἀπροβίβαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει προβιβαστεί, δεν έχει προαχθεί σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο βαθμό
νεοελλ.
εκείνος που δεν παρέχει τη δυνατότητα προβιβασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απροβίβαστος — η, ο αυτός που δεν προβιβάστηκε (σε ανώτερη τάξη, ανώτερο βαθμό κτλ.): Ο ανιψιός μου έμεινε εφέτος απροβίβαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”